- χαρμονή
- ηβλ. χαρμοσύνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαρμονῇ — χαρμονή joy fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρμονή — joy fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρμονή — η, ΝΜΑ χαρμοσύνη αρχ. καθετί που προκαλεί χαρά, το χάρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρ τού χαίρω* + κατάλ. μονή (πρβλ. πημονή: πῆμα, φλεγμονή: φλέγμα). Ο τ. έχει πιθ. σχηματιστεί κατ αναλογία προς το ἡδονή] … Dictionary of Greek
χαρμοναῖς — χαρμονή joy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρμοναῖσιν — χαρμονή joy fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρμοναί — χαρμονή joy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρμονᾶν — χαρμονή joy fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρμονῆς — χαρμονή joy fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρμονήν — χαρμονή joy fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρμονῶν — χαρμονή joy fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)